- ἀλληλοφθορία
- ἀλληλο-φθορία, ἡ,A mutual slaughter, Pl.Prt.321a (pl. , D.H.5.66 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλληλοφθορία — ἀλληλοφθορία, η (Α) η αλληλοφθορά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφθόρος, βλ. ἀλληλοφθόροι] … Dictionary of Greek
ἀλληλοφθορίας — ἀλληλοφθορίᾱς , ἀλληλοφθορία mutual slaughter fem acc pl ἀλληλοφθορίᾱς , ἀλληλοφθορία mutual slaughter fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφθορίαν — ἀλληλοφθορίᾱν , ἀλληλοφθορία mutual slaughter fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφθοριῶν — ἀλληλοφθορία mutual slaughter fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλοφθορίαις — ἀλληλοφθορία mutual slaughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοφθόροι — ἀλληλοφθόροι, α (Α) αυτοί που φθείρουν, που καταστρέφουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοφθόρος < ἀλληλο * + φθόρος (< φθείρω). ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλοφθορία μσν. ἀλληλοφθορῶ] … Dictionary of Greek